- φερέγγυος
- -α, -ο / φερέγγυος, -ον, ΝΜΑαυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.)αρχ.1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι2. (με απρμφ.) (για πρόσ. και για πράγμ.) ικανός ή κατάλληλος για κάτι (α. «λιμὴν... φερέγγυος ἔσται διασῶσαι τὰς νέας», Ηρόδ.β. «αὐτὸς μὲν ὑμῑν οὐ φερέγγυός εἰμι δύναμιν παρασχεῑν τοσαύτην», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α΄ συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. ἐχ-έγγυος].
Dictionary of Greek. 2013.